- δυσκατέργαστος
- -η, -ο (AM δυσκατέργαστος, -ον)αυτός που δύσκολα μπορεί να υποστεί επεξεργασίαμσν.(για τόπο ή οχυρό) αυτός που δύσκολα ανέχεται κατοχή, ο δυσκολοκυβέρνητοςαρχ.1. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά2. αυτός που χωνεύεται δύσκολα3. αυτός που δύσκολα δαμάζεται ή εξημερώνεται.
Dictionary of Greek. 2013.